- νεραϊδένιος, -ια, -ιο
- νεραϊδένιος, -ια, -ιο και νεράιδινος, -η, -ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα ή κατάγεται απ' αυτήν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.