νεραϊδένιος, -ια, -ιο

νεραϊδένιος, -ια, -ιο
νεραϊδένιος, -ια, -ιο και νεράιδινος, -η, -ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα ή κατάγεται απ' αυτήν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεραϊδένιος — α, ο [νεράιδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νεράιδα ή κατάγεται από νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”